- ηπειρώτης
- ο, θηλ. ηπειρώτις και ηπειρώτισσα (AM ἠπειρώτης, θηλ. ἠπειρῶτις)1. ο χερσαίος, ο στεριανός, σε αντιδιαστολή με τον θαλασσινό2. ο κάτοικος ηπειρωτικής περιοχής, σε αντιδιαστολή με τον νησιώτη («τοὺς νησιώτας δασμολογεῑν... τους δ' ἠπειρώτας δι' ἀφθονίαν τής χώρας... περιορῶντας», Ισοκρ.)3. ως κύρ. όν. ο Ηπειρώτης, η Ηπειρώτισσαο κάτοικος τής Ηπείρου ή αυτός που κατάγεται από την Ήπειροαρχ.1. αυτός που ανήκει στην ήπειρο τής Ασίας2. φρ. «ἠπειρῶτις ξυμμαχία» — συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη (Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -ώτης, πρβλ. επαρχι-ώτης. Δηλώνει τον κάτοικο τής ξηράς σε αντιδιαστολή προς αυτόν τών νησιών και αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους τής Μικράς Ασίας και τής Ηπείρου].
Dictionary of Greek. 2013.